ρεμουλκώ

ρεμουλκώ
Ν
βλ. ρυμουλκώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ρυμουλκώ — ῥυμουλκῶ, έω, ΝΑ, και ρεμουλκώ Ν έλκω, τραβώ πλωτό ή τροχοφόρο όχημα που είναι δεμένο πίσω μου («τῶν μὲν ρυμουλκούντων τὰς ἱππηγοὺς ναῡς», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ. (σχετικά με πρόσ.) μπορώ και κατευθύνω κάποιον όπως θέλω εγώ, τόν χρησιμοποιώ κατά τη …   Dictionary of Greek

  • ρυμούλκα — και ρεμούλκα, η, Ν [ρυμουλκώ / ρεμουλκώ] μη αυτοκινούμενο όχημα που σύρεται από ένα άλλο είτε στην ξηρά είτε στη θάλασσα και, γενικά, καθετί που ρυμουλκείται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”